- πτερυγοτόμῳ
- πτερυγοτόμοςinstrument for this purposemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτερυγοτομώ — έω, Α [πτερυγοτόμος] αφαιρώ με χειρουργικά εργαλεία το πτερύγιο τού οφθαλμού … Dictionary of Greek
πτερυγοτομία — η, ΝΑ [πτερυγοτομῶ] εγχείρηση για την αποτομή πτερυγίου τού οφθαλμού … Dictionary of Greek